- υποτηρώ
- -έω, Α1. παρατηρώ κρυφά, παραμονεύω2. φυλάγω κάτι κρυμμένο με υπομονή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + τηρῶ «παρατηρώ, προσέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποτηρῶ — ὑποτηρέω notice beforehand pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑποτηρέω notice beforehand pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτήρησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑποτηρῶ] παρατήρηση, το να παρατηρεί κανείς κάτι … Dictionary of Greek